Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Ἡ ἀχαριστία. Κυριακή IB΄Λουκᾶ. (Δέκα λεπρῶν). Μακαριστοῦ π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Ἡ ἀχαριστία

Κυριακή IB΄Λουκᾶ (Λουκᾶ 17, 12-19)

(†) Μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 17-1-1999 (β΄έκδοσις) (Β 390)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὴ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν. Τὴν διήγηση τὴν ἀκούσατε ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιον.
Εἶναι γεμάτη περιεχομένου, μὲ πολλὰ διδάγματα καὶ συμπεράσματα. Θὰ μείνομε ὡστόσο σὲ ἕνα. Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε ἐντύπωση καὶ εἰς Αὐτὸν τὸν Κύριον.
Ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη μόνον τοῦ ἑνὸς λεπροῦ ποὺ ἐθεραπεύθη καὶ γύρισε νὰ πεῖ τὸ «εὐχαριστῶ» του εἰς τὸν Κύριον.
Κι ἂν πρέπει νὰ δοῦμε τὸ πρᾶγμα ἐπὶ τοῖς ἑκατό -μᾶς προκαλεῖ ὁ ἀριθμὸς «δέκα λεπροί»- θὰ λέγαμε ὅτι τὸ 90% εἶναι ἀχάριστοι οἱ ἄνθρωποι μέσα σὲ μία κοινωνία.
Καὶ μόνον τὸ 10% εἶναι εὐγνώμονες.
Εἶναι ἀπογοητευτικό. Καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι μία πραγματικότητα, τὴν ὁποία ὁμολογουμένως ζοῦμε. Σὲ κάθε ἐποχή. Καὶ στὴν ἐποχή μας.

Καὶ δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ Κύριος ἐξέφρασε τὸ παράπονό Του, ὅταν εἶπε: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;». «Μπά, δὲν θεραπεύτηκαν οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιὰ ποῦ εἶναι;». «Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;».
«Δὲν βρέθηκε κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς νὰ γυρίσουν καὶ νὰ δοξάσουν καὶ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεό; Παρὰ ἦρθε νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ δοξάσει τὸν Θεὸ αὐτὸς ὁ ἀλλογενής;»
 Διότι αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης.

Βλέπετε, πολλὲς φορὲς ἡ δυστυχία ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ ἡ εὐτυχία πάλι τοὺς χωρίζει. Ἂν κάποιος στὴν Γῆ αὐτὴ ἤπιε ὅλο τὸ ποτήρι τῆς ἀχαριστίας, Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἀχαριστία ἐκδηλώνεται τόσο στὸν Θεό, ὅσο καὶ εἰς τοὺς συνανθρώπους μας.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὸ θέμα αὐτὸ τῆς ἀχαριστίας λίγο πιὸ κοντὰ· ὥστε πληροφορούμενοι τὸ τί θὰ πεῖ ἀχαριστία, νὰ πάψομε νὰ εἴμεθα, ἀγαπητοί μου, ἀχάριστοι καὶ εἰς τὸν Θεὸ καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

Καὶ πρῶτα νὰ δοῦμε τὴν ἀχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Γιὰ νὰ τὸ συλλάβομε τὸ θέμα αὐτό, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ δοῦμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση.
Τί μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός; Πρώτιστα τὴν ὕπαρξιν. Αὐτὴν τὴν στιγμὴν δὲν θὰ ὑπῆρχα ἂν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ δὲν μὲ ἔφερε εἰς τὴν ὕπαρξιν.
Εἶναι τὸ πρῶτο, τὸ μέγιστο θέμα, τὸ ὅτι ὑπάρχω. Ἦλθα στὴν ὕπαρξη. Μιὰ ὕπαρξη κατ΄εἰκόνα δική Του.
Κάθομαι καὶ βλέπω πολλὲς φορὲς τὰ ζουζούνια, τὶς μῦγες, τὰ κουνούπια, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἐδῶ στὸ βουνό μας ἔχομε ἄφθονα ἀπὸ τὰ ἔντομα αὐτὰ καὶ λέγω:
«Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἕνα ἀπὸ αὐτά. Ἐγὼ εἶμαι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Ἐνῷ αὐτὰ ὑπάρχουν ἀλλὰ μετὰ δὲν θὰ ὑπάρξουν. Ἐνῷ ἐγὼ ὑπάρχω. Ὑπάρχω καὶ θὰ ὑπάρχω.
Καὶ νὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸ μηδέν, δὲν θὰ μποροῦσα αὐτὸ νὰ τὸ πετύχω».

Ξέρετε, σχέση μὲ τὸ μηδὲν ἔχει μόνον ὁ Θεός. Κανένα δημιούργημα, οὔτε ὁ ἄνθρωπος ἔχει σχέση μὲ τὸ μηδέν. Καὶ δὲν εἶναι δύσκολο αὐτὸ νὰ τὸ μάθομε.
Ὅταν ξέρομε ἀπὸ τὴν Φυσικήν, ἂν τὸ θέλετε, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἐκμηδενίσουμε τίποτα. Ὅταν τὸ ζουλάμε κάτι, βγαίνει ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ· ἂν ζουλάμε ὕλη, βγαίνει ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἐνέργεια. Ἂν ζουλάμε τὴν ἐνέργεια, βγαίνει ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὕλη.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἐκμηδενίσομε οὔτε...όχι ἕνα μόριο, οὔτε ἕνα ὑποστοιχεῖον τοῦ ἀτόμου. Δὲν μποροῦμε νὰ μηδενίσουμε.
Πόσο περισσότερο ἐγὼ νὰ λέγω: «Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει, δὲν θέλω νὰ πάω στὴν κόλαση, ἂν ὑπάρχει κόλαση. Δὲν θὰ μποροῦσα λοιπὸν νὰ γίνω μηδέν;». Δὲν μπορῶ.

Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὴν ὕπαρξη. Καὶ εἶναι ἡ εἰκόνα ἡ δική Του. Καὶ μὲ προορισμὸ τὴν αἰωνιότητα. Ἀκόμα καὶ τὴν θεία μέθεξη καὶ τὴν υἱοθεσία.
Τὸν ἀρχαῖο Παράδεισο, ὁ Θεὸς τὸν ἐφύτευσε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς τὸ λέγει σαφῶς ἡ Ἁγία Γραφή. Δηλαδὴ ἔδειξε μία ἐξέχουσα καὶ ἰδιαιτέρα φροντίδα ὁ Θεὸς διὰ τὸν Παράδεισον, ἀπ’ ὅ,τι σὲ ὅλα τ’ ἄλλα σημεῖα τῆς Γῆς.
Δὲν ἔλειπε ἀπὸ ἐκεῖ τίποτε. Ἀπὸ τὸν ἀρχαῖον Παράδεισον. Παρ' ὅτι ποὺ ἦταν ἐδῶ εἰς τὴν Γῆν. Οὔτε ἀκόμη καὶ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Βλέπομε πὼς ἔρχεται ὁ Θεὸς νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς πρωτοπλάστους. Καὶ αὐτὸ ἦταν μία τακτικὴ πράξη ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅμως οἱ πρωτόπλαστοι δὲν ἐξετίμησαν τὴν δωρεὰ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς παραβλέπει τὴν ἀχάριστη αὐτὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ τὸν σώσει. Ἀφοῦ προσωρινὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Παράδεισον.
Καὶ τὴν ὑπόσχεσή Του ὁ Θεὸς τὴν ἐτήρησε. Ἐνηνθρώπησε καὶ ἦλθε κοντά μας. Μᾶς εἶπε διὰ τῶν προφητῶν Ποιός εἶναι Αὐτὸς ποὺ θὰ ἤρχετο. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ, Αὐτὸς ὁ καθαυτὸ Δημιουργός μας, ὁ Θεὸς Λόγος.

Καὶ ὅμως ὅταν ἦλθε, ἐνῷ προεφώνησαν, προανεφώνησαν οἱ προφῆται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅμως ὅταν ἦλθε, ὁ λαὸς ἔστρεψε εἰς τὸν Κύριον τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ ἐνηνθρώπησε, γιατί Αὐτὸς εἶναι, τοῦ ἔστρεψε τὰ νῶτα. Λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ἐκφράζει τὸ παράπονο τοῦ Θεοῦ: «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον (Τὸ βόδι ξέρει τὸν νοικοκύρη του) καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ (καὶ τὸ γαϊδουράκι γνωρίζει τὴν φάτνη τοῦ κυρίου του)· Ἰσρὰὴλ δὲ μὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαὸς μὲ οὐ συνῆκεν (ἀλλὰ ὁ Ἰσραὴλ δὲν μὲ ἀναγνώρισε· ὁ λαός μου. Καὶ δὲν συνῆκε, δὲν κατενόησε, δὲν κατάλαβε)».

Νὰ τὸ παράπονο τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸν λαό Του ὁ Θεός, ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ τὸν ἵδρυσε, διαλέγοντας τὸν Ἀβραάμ, τὸν ἐξήγαγε ἀπὸ τὴν χώρα τῆς δουλείας, κατὰ θαυμαστὸν τρόπον, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ὅμως, ὁ λαός, τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐρήμου δὲν τὰ ἐξετίμησε. Καὶ ἐζήτησε νὰ γυρίσει πίσω στὴν Αἴγυπτο.
Γιατί ἐπεθύμησε -τί φοβερό!- τὰ σκόρδα καὶ τὰ κρόμμυα! Τὰ σκόρδα καὶ τὰ κρεμμύδια, λέει, ἐπιθύμησε. Βέβαια δὲν ὑπῆρχαν σκόρδα καὶ κρεμμύδια εἰς τὴν ἔρημον. Εἶχαν, ὅμως, τὸ μάννα, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν «Σοφία Σολομῶντος», τὸ βιβλίον, εἶχε τὴν γεύση ἐκείνη, βασικὰ σὰν τηγανίτα μὲ μέλι. Ἀλλὰ εἶχε ἐπιπλέον τὴν γεύση ἐκείνη, ποὺ ὁ καθένας ἐπιθυμοῦσε νὰ εἶχε φάει. Κρέας ἐπιθυμοῦσες; Ὅταν ἔτρωγες τὸ μάννα, εἶχε τὴν γεύση κρέατος κ.ο.κ.
Ἐν τούτοις ἐπεθύμησαν τὰ σκόρδα καὶ τὰ κρομμύδια τῆς Αἰγύπτου. Δηλαδὴ νὰ γυρίσουν πίσω εἰς τὴν γῆν τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τῆς δουλείας.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος...

Καὶ γιὰ νὰ πεῖ ὁ Θεὸς κατοπινὰ διὰ τοῦ Μωυσέως εἰς τὸν λαό Του, ποὺ ἦταν στὴν ἔρημο κι ἔφαγε καὶ χόρτασε καὶ εἶναι πρὸ τῶν πυλῶν τῆς Γῆς τῆς Ἐπαγγελίας, νὰ πεῖ ὁ Θεός: «Καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ – Ἰακὼβ θὰ πεῖ: ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰακώβ, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ- (καὶ ἔφαγε) καὶ ἐνεπλήσθη (ὄχι μονον ἔφαγε, ἀλλὰ καὶ χόρτασε), καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος (καὶ κλώτσησε ὁ ἀγαπημένος. ‘’Ἰσραὴλ’’ θὰ πεῖ ἀγαπημένος. Καὶ κλώτσησε, λέγει, ὁ ἠγαπημένος), ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη (πάχυνε, πλάτυνε, ἔφαγε, ἤπιε, κλώτσησε καὶ ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸν ποὺ τὸν ἐδημιούργησεν)· καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θὲὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ (καὶ ἀπεστάτησε ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν σωτῆρα του)».
Αὐτὰ παραπονεῖται ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, διὰ τὸν Ἰσραὴλ· ὁ ὁποῖος ἔδειξε, πλὴν ὁρισμένων προσώπων, θαυμαστῶν καὶ ἁγίων, σὰν σύνολο ἔδειξε σὲ ὅλο τὸ μέγεθος καὶ τὴν λαμπρότητά του τὴν ἀχαριστία του.

Καὶ τέλος, Αὐτὸς ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ Ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως, ἦλθε ἀνάμεσά του, ἀνάμεσα στὸν λαό Του. Καὶ ὁ λαός Του δὲν τὸν ἐδέχθη.
Θὰ μοῦ πεῖτε: «Τὸν ἀνεγνώρισε;» Εἶχε τοὺς προφῆτες. Θὰ μποροῦσε νὰ Τὸν ἀναγνωρίσει.
Ὅταν λέγει ὅτι ὁ Θεὸς ὅτι... λέγει ὁ Βαροὺχ «ὅτι ἀνάμεσά μας ἦρθε νὰ συναναστραφεῖ τοὺς ἀνθρώπους Αὐτὸς ποὺ ἐτάννυσε τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε στὸ φῶς: ‘’Πήγαινε’’. Καὶ πῆγε. Καὶ εἶπε, ἀνακαλεῖ το φῶς καὶ ἔρχεται πίσω». Νὰ ποὺ εἰδοποιεῖται ὁ λαός.
Ἐν τούτοις, λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον».
«Ἦρθε στὸ σπίτι, στὸ σπίτι τους. Δηλαδὴ στὴν πατρίδα τους. Καὶ οἱ ἴδιοι, οἱ δικοί Του οἱ ἄνθρωποι δὲν Τὸν παρέλαβον», λέει στὸ πρῶτο κεφάλαιο ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής.

Ἀλλὰ καὶ ὁ λοιπὸς κόσμος δὲν Τὸν ἀνεγνώρισε μέσα στὴν ἱστορικὴ Τοῦ διαδρομή. Λέει πάλι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἐν τῷ κὸσμῳ ἦν – δηλαδὴ ὁ Θεὸς Λόγος· εἰς τὸν κόσμον ἦτο. Πάντοτε. Πρὶν ἐνανθρωπήσει-, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο (καὶ ὁ κόσμος ἔγινε ἀπὸ Αὐτόν), καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω (καὶ ὁ κόσμος δὲν Τὸν ἀνεγνώρισε)».
Καὶ ἔφθασε νὰ θυσιαστεῖ ὁ Χριστός, ὁ Ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ὁ λαός Του Τὸν ἐνέπαιξε. Θὰ τὸ ὑπογραμμίσω. Τὸν ἐνέπαιξε. Καὶ Τὸν ἐμπαίζει δύο χιλιάδες τώρα χρόνια ὁ λαὸς Του αὐτὸς μέχρι σήμερα.
Μόνον ὁ ἐθνικὸς κόσμος, δηλαδὴ ὁ εἰδωλολατρικός, τὸν ἐδέχθη, ἀλλὰ καὶ πάλι ὄχι ὅλοι. Μᾶς συγχωρεῖ μὲ τὸ αἷμα Του. Κι ἐμεῖς δὲν ἐξετιμήσαμε τὴν ἀνεκτίμητη αὐτὴ προσφορά Του. Δηλαδὴ μέγεθος ἀχαριστίας...

Μᾶς ἔδωσε ἀκόμη ἕναν θαυμαστὸν κόσμον μὲ τόσα φυσικὰ ἀγαθά. Μᾶς ἔδωσε σὰν ἐνδιαίτημα τὴ Γῆ. Δὲν ξέρομε ἂν ἄλλος πλανήτης μέσα στὸ ἀχανὲς σύμπαν μπορεῖ νὰ εἶναι κατοικήσιμος ἢ ὄχι. Δὲν τὸ ξέρομε. Μυστήριον. Ἕνα ξέρομε. Ἢ τοὐλάχιστον οἱ πλανῆται περὶ τὸν ἥλιον, οἱ δικοί μας πλανῆται δὲν εἶναι κατοικήσιμοι.
Τὸ ξέρομε αὐτό. Μᾶς ἔδωσε μία Γῆ, ἐνδιαίτημα τοῦ ἀνθρώπου· καταπληκτικὸς κόσμος ἡ Γῆ μας. Ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη εἶναι προσφορὰ δική Του. Τὰ ὡραῖα τῆς Γῆς, ὅλα γιά μας.
Μᾶς ἔδωσε τὶς πέντε αἰσθήσεις καὶ τὸν νοῦν, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνομε καὶ νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅ,τι μᾶς ἔδωσε. Καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶπαν... εἶναι στὴ Σοφία Σολομῶντος αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ, τὸ λένε καὶ σήμερα στὴν ἐποχή μας.
Ἤδη ἀπὸ τὸν περασμένο αἰῶνα τὸ λένε ὅτι «αὐτοσχεδίως ἐγεννήθημεν». «Αὐτοσχεδίως» θὰ πεῖ «συμπτωματικά». «Συμπτωματικὰ γεννηθήκαμε...».
Ἐκεῖνο ποὺ λένε οἱ ὑλισταί, σᾶς εἶπα, ἀπὸ τὸν περασμένο αἰῶνα, σ’ αὐτὸ τὸ ἀνακάτωμα τῆς ὕλης φθάσαμε νὰ βρεθοῦμε στὴν ὕπαρξη καὶ δὲν ξέρω πῶς καὶ γίνεται, πῶς καὶ γίνεται –ἀνόητα πράγματα!- νὰ φθάσομε νὰ ἔχομε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν πολὺ μεγάλη ποικιλία καὶ τῶν φυτῶν καὶ τῶν ζώων. «Αὐτοσχεδίως, λοιπόν, ἐγεννήθημεν ...». «...Καὶ μετὰ τοῦτο (Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ) ἐσόμεθα ὡς οὐχ ὑπάρξαντες)». «Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτό, εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρξαμε».

Δὲν ἔλεγε ὁ Σάρτρ, αὐτὸς ὁ Γάλλος φιλόσοφος, ὁ ὑπαρξιστής, ὅτι μοιάζομε μὲ ἕναν πίδακα, μὲ ἕνα συντριβανάκι σὲ μία λεκάνη νεροῦ.
Πηδάει, ξαναγυρίζει πάλι στὴ λεκάνη καὶ γίνεται ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Ὑπάρχομε καὶ μετὰ ἐξαφανιζόμαστε... Καὶ μάλιστα τοὺς πρόλαβε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μ’ αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγει: «Δεῦτε οὖν καὶ ἀπολαύσωμεν τῶν ὄντων ἀγαθῶν καὶ χρησώμεθα τῇ κτίσει ὡς ἐν νεότητι σπουδαίως».
«Ἐλᾶτε λοιπόν, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτα παρακάτω, νὰ ἀπολαύσομε ὅ,τι ὑπάρχει γύρω μας. Νὰ φᾶμε, νὰ πιοῦμε, νὰ ἀφροδισιάσομε, νὰ κάνομε χρήση τῆς κτίσεως σὰν νέα παιδιά, σὰν νέοι ἄνθρωποι. Μὲ κάθε φροντίδα».
«Καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ (Καὶ δὲν γνώρισαν οἱ ἄνθρωποι τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ), οὐδὲ μισθὸν ἤλπισαν ὁσιότητος».
 
Ἀγαπητοί, ἐπιπλέον ὁ Θεὸς δίδει καὶ τὶς προσωπικές μας εὐεργεσίες.
Ἂς θυμηθοῦμε τὴν ἡμέρα ποὺ βαπτιστήκαμε. Τὴν ἡμέρα ποὺ γνωρίσαμε τὸν Θεό. Τὴν ἡμέραν ποὺ ἐπεστράφημεν εἰς τὸν Θεόν, ὡς μετάνοια.
Μᾶς γύρισε πίσω ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἀπωλείας, στὸν δρόμο τῆς ζωῆς. Ἀτυχήματα, ἀρρώστιες, οἰκονομικὲς δυσπραγίες, τοῦτα, ἐκεῖνα, τόσα καὶ τόσα.
Καὶ ὅμως ἐπιμένομε νὰ μὴν Τοῦ λέμε ἕνα «εὐχαριστῶ». Εἶναι τὸ πιὸ φτηνὸ πρᾶγμα νὰ πεῖς ἕνα «εὐχαριστῶ».
Ἀλλὰ φαίνεται πὼς εἶναι καὶ τὸ πιὸ δύσκολο πρᾶγμα. Ἔτσι φαίνεται. Τί τὸ καθιστᾶ τὸ «εὐχαριστῶ» δύσκολο; Ὁ ἐγωισμός.
«Γιατί νὰ σοῦ πῶ «εὐχαριστῶ»; «Γιατί νὰ σοῦ πῶ ‘’εὐχαριστῶ’’;». Καὶ ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ ἱκανότητά μας ἤ, ἂν θέλετε, ἡ τύχη πάντοτε μᾶς διασώζει. «Ἡ τύχη», λέει, «μὲ ἔσωσε». Ἡ τύχη σὲ ἔσωσε, ἀδερφέ; Ἀλήθεια, καμία ἀναγνώρισις. Οὔτε ἕνα εἴπαμε, «εὐχαριστῶ». Κρῖμα! Οὔτε ἕνα «δόξα τῷ Θέῷ». Τίποτα...

Ἀντίθετα, νὰ φθάνει ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ἢ ὁ ταλαίπωρος καὶ φτωχὸς Χριστιανὸς νὰ στρέφεται καὶ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ... Φθάνει στὴν ἀθεΐα. Φθάνει στὴ βλασφημία.
Δὲν θὰ ξεχάσω ποτέ μου –σᾶς τὸ ἔχω ξαναπεῖ αὐτό, ἂν τὸ ἐνθυμεῖσθε- ἕναν ἀσθενῆ στρατιώτη στὸ 404 Νοσοκομεῖο.
Στὸ παρ’ ἡμῖν στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο. Τὸ παιδὶ αὐτὸ δὲν εἶχε μιλήσει μέχρι 14 ἐτῶν. Τὸν πῆγε λοιπὸν ἡ μάνα του στὴν Τῆνο, στὴν Παναγία, θερμὰ εὐχαριστήθηκε (προσευχήθηκε) κι ἔγινε θαῦμα. Τὸ παιδὶ μίλησε.
Καὶ τώρα, 20 χρονῶν στρατιώτης. Βλασφημοῦσε τὴν Παναγία καὶ τὰ θεῖα γενικῶς. Ὁ ἴδιος μοῦ εἶπε τὴν ἱστορία. Καὶ μάλιστα μπροστὰ στοὺς ἄλλους συναδέλφους του μέσα σὲ ἕνα θάλαμο. «Γι' αὐτό, παιδάκι μου, σοῦ ἄνοιξε ἡ Παναγία τὸ στόμα; Γιὰ νὰ τὴν βλασφημὰς τώρα;».
Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάστασις... Ὁ νέος αὐτός, τώρα, ἄραγε, νὰ ἔχει μετανοήσει; Ποιός ξέρει; Ὁ Θεὸς τὸ ξέρει.

Ἀλλὰ ὁ ἀγνώμων καὶ ἀχάριστος ἀπέναντι στὸν Θεό, τίποτα δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ εἶναι ἀχάριστος καὶ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους του. Εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἔχουν εὐεργετήσει.
Ἀνάμεσα στὰ γνωρίσματα τῶν ἀνθρώπων στὰ ἔσχατα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τονίζει ἰδιαιτέρως τὴν ἀχαριστία. Νὰ πῶς τὸ γράφει εἰς τὴν δευτέραν, πρὸς Τιμόθεον, ἐπιστολή του: «Τοῦτο δὲ γίνωσκε (Αὐτό νὰ ξέρεις), ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις (ὅτι τὶς ἔσχατες μέρες τῆς ἱστορίας) ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί (θὰ σταθοῦν δύσκολοι καιροί)».
Δὲν παύω νὰ σᾶς ὑπενθυμίζω, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ ξέρομε αὐτό, ἀλλὰ τὸ διαισθανόμεθα, ὅτι οἱ ἔσχατες ἡμέρες εἶναι αὐτὲς ποὺ ζοῦμε.
Ναί. Θὰ εἶχα καὶ κάποια ἐπιχειρήματα νὰ πῶ. Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, ζοῦμε εἰς τοὺς ἐσχάτους καιρούς.
Μάλιστα ἡ Ἐκκλησία, διατηροῦσα αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῶν ἐσχάτων, ὅσοι ἅγιοι σταθοῦν, ὅσοι ἅγιοι, ἅγιος Νεκτάριος κ.τ.λ., ξέρετε τί βάζουν μέσα στὰ τροπάρια αὐτά;
 Ὅτι φάνηκε, φερειπείν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς».
Εἶναι μέσα στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι περνοῦμε τοὺς ἐσχάτους καιρούς. Τοὺς ἐσχάτους καιροὺς ὄχι ὡς πρὸς τὰ γεγονότα ὡς πρὸς ἡμᾶς, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας. Γιατί τὰ παλαιὰ τροπάρια δὲν περιέχουν αὐτήν την φρασούλα «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς»; Γιὰ ποιό λόγο;

«Τοῦτο δὲ γίνωσκε –λέγει ὁ Ἀπόστολος- ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί. Ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι –ἡ πηγὴ παντὸς κακοῦ, ἡ φιλαυτία-..., γονεῦσιν ἀπειθεῖς – σὲ καμία ἐποχὴ δὲν εἴδαμε τὴν ἀπείθεια στοὺς γονεῖς, ὅσο στὴν ἐποχή μας- ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι» κ.λπ. κ.λπ.
Εἴδατε; Ἀχάριστοι. Ξεχνοῦμε τοὺς γονεῖς μας. Καὶ τοὺς κόπους των. Ξεχνοῦμε καὶ τοὺς κόπους τῶν διδασκάλων μας. Καμία σημασία δὲν δίνουμε, ὅταν τελειώσουμε τὸ σχολειὸ εἰς τοὺς παλαιούς μας διδασκάλους καὶ καθηγητάς.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔλεγε ὅτι τὸ «ζῆν» τὸ χρεωστοῦσε εἰς τοὺς γονεῖς του, ἀλλὰ τὸ «εὖ ζῆν» τὸ χρωστοῦσε εἰς τὸν διδάσκαλό του, τὸν Ἀριστοτέλη.

Ἂς θυμηθοῦμε, ἀκόμη, ἴσως καὶ τὸν γιατρὸ ποὺ μᾶς ἐθεράπευσε. Νὰ εἴμεθα στὸν κίνδυνο νὰ χάσομε τὴν ζωή μας, κι ἐκεῖνος νὰ ἔβαλε ὅλα του τὰ δυνατὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει.
Ἐκείνους ἀκόμη ποὺ κατηνάλωσαν τὴν ζωή τους νὰ ἀνακαλύψουν ἕνα σωτήριο φάρμακο. Λέμε «πενικιλίνη». Λέμε «ἐτοῦτα», «ἐκεῖνα...».
Θυμόμαστε ἄραγε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν βλέπουν τὸν ἥλιο, τὴν ἡμέρα, γιατί εἶναι χωμένοι στὰ ἐργαστήριά τους μέσα μέρα-νύχτα (Παστὲρ ἐπὶ παραδείγματι κ.λπ. κ.λπ.) γιὰ νὰ δώσουν κάτι σὰν εὐεργεσία στὴν ἀνθρωπότητα;
Ὅλους αὐτοὺς δὲν τοὺς θυμόμαστε. Γιατί μᾶς διακρίνει ἡ ἀχαριστία. Οἱ σκαπανεῖς τοῦ πολιτισμοῦ, μᾶς εἶναι ἄγνωστοι. Οἱ ἐθνικοί μας ἥρωες, τὸ ἴδιο. Οἱ ἅγιοι, ποὺ στάθηκαν κυματοθραῦσται τῆς εἰδωλολατρίας, τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἀθεΐας.
Ποιός τοὺς θυμᾶται; Καὶ ἡ λησμοσύνη εἶναι μία μορφὴ ἀχαριστίας.

Ἀγαπητοί, δεινὸν ἡ ἀχαριστία. Ἡ ἀχαριστία ἐσταύρωσε καὶ διαρκῶς ἀνασταυρώνει τὸν Θεό μας. Ἡ ἀχαριστία εἶναι δεῖγμα κοινωνικῆς παρακμῆς.
Ἡ ἀχαριστία εἶναι τὸ πιὸ γνήσιο παιδὶ τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς φιλαυτίας.
Σήμερα ξεχυλίζει ἡ ἀχαριστία. Κάποιες νησῖδες, μόνον, ὑπάρχουν, εὐγνωμοσύνης, ἀπὸ κάποιους μερικοὺς εὐγενεῖς καὶ ἐνθέους ἀνθρώπους.
Ὅπως ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δέκα λεπρούς.

Ἀγαπητοί, δεινὸν ἡ ἀχαριστία. Θὰ ἦταν προτιμότερο κανεὶς νὰ ἦταν καὶ νὰ παρέμενε λεπρός, παρὰ ἀχάριστος.
Γιατί ἡ ἀχαριστία εἶναι ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς· ποὺ κάνει τὸν Θεὸ νὰ ἐξανίσταται καὶ τοὺς σωστοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐλεεινολογοῦν τὴν ἐποχή τους.
Ἀγαπητοί, τέλος, ποτὲ ἀχάριστοι, μὰ ποτὲ ἀχάριστοι! Εἶναι κατάρα.
Πάντοτε εὐγνώμονες καὶ στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον


ΠΗΓΕΣ:

•    Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
•    https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_786.mp3

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου