Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀγγελὴς ὁ Ἀργεῖος ἐν Χίῳ
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ πληθώρα τῶν Νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τὴ μαρτυρία τους γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἐπισφράγισαν μὲ τὸ αἷμα τους καὶ τὴ ζωή τους, προέρχονταν ἀπὸ διάφορες κοινωνικὲς τάξεις. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν μορφωμένοι καὶ κατεῖχαν ἀξιοζήλευτες θέσεις καὶ ἐπικερδῆ ἐπαγγέλματα. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Ἀγγελὴς ὁ ἰατρός.
Γεννήθηκε στὸ Ἄργος τῆς Πελοποννήσου στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα. Δὲν γνωρίζουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ζωή. Προφανῶς καταγόταν ἀπὸ φτωχή, ἀλλὰ εὐσεβῆ οἰκογένεια, ὅπου γαλουχήθηκε μὲ τὰ σωτήρια νάματα τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως. Σπούδασε ἰατρός. Γιὰ ἄγνωστους λόγους μετανάστευσε στὴ Μ. Ἀσία καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Κουσάντασι, τὴν Ἔφεσο, ὅπου ἀσκοῦσε τὸ ἰατρικὸ ἐπάγγελμα.
Τὸν διέκρινε ἡ βαθειὰ πίστη στὸ Θεό, ἡ προσήλωσή του στὴν Ἐκκλησία, ἡ ἀγάπη του γιὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἦταν ἐλεήμων καὶ προσέφερε τὶς ἰατρικές του ὑπηρεσίες δωρεὰν στοὺς φτωχούς. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν χρημάτων, ποὺ κέρδιζε ἀπὸ τὸ ἐπικερδὲς ἐπάγγελμά του, τὸ διένειμε στοὺς ἐνδεεῖς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά.
Δὲν παρέλειπε νὰ μιλᾶ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ ὁμολογεῖ τὴν μοναδικὴ καὶ σώζουσα ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ζοῦσε, ὅπως εἶναι γνωστό, σὲ ἐποχὴ ποὺ βρισκόταν σὲ ἔξαρση ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ πολεμικὴ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ αἰτίας τοῦ λεγομένου «εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ», τοῦ ὁποίου τὰ ἀνατρεπτικὰ διδάγματα διαδίδονταν παντοῦ.
Κάποια μέρα συνάντησε ἕναν Γάλλο ἄθεο, ὁ ὁποῖος ἀφίχθη στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ κάμει γνωστὲς τὶς ἀρχὲς τοῦ ἄθεου «διαφωτισμοῦ». Τὸν ἄκουσε νὰ χλευάζει δημόσια τὴν χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ Ἀγγελὴς ταράχτηκε καὶ ἔλαβε τὸ λόγο, ἀντικρούοντας τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Φράγκου. Μάλιστα ἦταν τέτοια ἡ προσβολὴ ποὺ αἰσθάνθηκε, ὥστε κάλεσε τὸν θρασὺ ἄθεο νὰ μονομαχήσει μαζί του. Ἂς μὴν λησμονοῦμε πὼς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ προσβολὴ «θεραπεύονταν» μὲ τὴν μονομαχία.
Τοῦ πρότεινε μάλιστα νὰ εἶναι ἐκεῖνος πάνοπλος καὶ αὐτὸς νὰ παλέψει μὲ ἕνα ξύλο, ἔχοντας τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ δύναμη τῆς πίστεως θὰ τοῦ χάριζε τὴ νίκη. Ὁ ἄθεος δέχτηκε, πῆγαν δὲ καὶ στὴν πρεσβεία ὅπου ὑπέγραψαν εἰδικὴ συμφωνία καὶ ὅρισαν τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς μονομαχίας.
Ὁ Ἀγγελὴς ἔσπευσε στὸν πνευματικό του, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε καὶ ζήτησε τὴν εὐχή του γιὰ νὰ νικήσει τὸν ἀσεβῆ. Ὁ ἱερωμένος ἐξέφρασε τὴν ἀντίθεσή του καὶ προσπάθησε νὰ τὸν ἀποτρέψει. Ὅμως βλέποντας τὴν ἐμμονή του, τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐχή του.
Κατόπιν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του καὶ ἔμεινε ἄγρυπνος ὅλη τὴ νύχτα προσευχόμενος καὶ παρακαλῶντας τὸ Θεὸ νὰ κατατροπώσει καὶ νὰ τιμωρήσει τὸ βλάσφημο Γάλλο. Τὴν ἄλλη μέρα, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐμφανίστηκε στὸν Γάλλο, δηλώνοντάς του ὅτι ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὴν μονομαχία.
Ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο τῆς μονομαχίας ὁ ἄθεος καταλήφτηκε ἀπὸ ξαφνικὴ δειλία, φόβο καὶ τρόμο, καὶ ἔφυγε ντροπιασμένος, παρὰ τὶς ἀποδοκιμασίες τῶν παραβρισκόμενων.
Ὁ Ἀγγελὴς δὲν ἱκανοποιήθηκε ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ὁ βλάσφημος ἄθεος τὸ ἔβαλε στὰ πόδια. Γι’ αὐτὸ κλείστηκε στὸν ἑαυτό του καὶ περιορίστηκε στὸ σπίτι του, μὴ δεχόμενος κανέναν. Ὁ διάβολος ἐνέβαλε στὸ νοῦ του περίεργες σκέψεις, ὅτι δῆθεν καταλήφτηκε ἀπὸ ἐγωισμό, ἀφοῦ νίκησε τὸν ἄθεο μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως. Ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐξισλαμιστεῖ καὶ κατόπιν νὰ μεταστραφεῖ ξανὰ στὸν Χριστιανισμὸ καὶ νὰ ὑποστεῖ μαρτυρικὸ θάνατο.
Ἦταν ὁλοφάνερο πὼς εἶχε πλανηθεῖ καὶ ὁ διάβολος τὸν ὁδηγοῦσε στὴν καταστροφή, νὰ τουρκέψει καὶ νὰ μὴν μπορέσει πλέον νὰ μεταστραφεῖ στὴν ἀληθινὴ πίστη. Μόνο δύο φίλοι του τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ τοῦ πήγαιναν τροφή. Προσπαθοῦσαν μάταια νὰ τὸν παρηγορήσουν καὶ νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴν μελαγχολία, ποὺ τοῦ δημιούργησε τὸ πεῖσμα του, ὅπως νόμιζαν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶχε πάρει τὴν ἀπόφασή του.
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου τοῦ ἔτους 1813, πῆγε στὶς τουρκικὲς ἀρχὲς καὶ ζήτησε νὰ γίνει μουσουλμᾶνος. Οἱ τοῦρκοι νόμισαν ὅτι χωρατεύει καὶ γι’ αὐτὸ τὸν κακοποίησαν καὶ τὸν ἔδιωξαν μὲ βρισιὲς καὶ κλωτσιές. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὴν ἐπιμονή του, τὸν δέχτηκαν καὶ τοῦ ἔκαμαν περιτομή.
Ἀλλὰ εὐθὺς ἀμέσως ἄρχισε νὰ κάνει παράλογες πράξεις, μὲ σκοπὸ νὰ ἀμφιβάλουν οἱ μουσουλμᾶνοι γιὰ τὸν συνειδητὸ ἐξισλαμισμό του καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν τοῦρκο ἱεροδικαστή. Ἐκεῖνοι δὲν ἔδωσαν σημασία, διότι τὸν θεώρησαν τρελὸ καὶ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν κοινότητά τους, στέλνοντάς τον στὴ Χίο.
Ἐκεῖ ὁ Ἀγγελὴς συνέχισε τὴν παράλογη συμπεριφορά του. Ὄντας ντυμένος τοῦρκος, τριγύριζε σὲ διάφορα μέρη καὶ ὅπου συναντοῦσε ἐκκλησία, εἰσέρχονταν μὲ εὐλάβεια καὶ ἔκανε ἀτέλειωτες μετάνοιες καὶ μὲ λυγμοὺς χτυποῦσε ἀλύπητα τὸ κεφάλι του ἐκκωφαντικὰ στὸ δάπεδο, φτάνοντας ὁ γδοῦπος μακριά.
Κατόπιν ἀσπάζονταν μὲ εὐλάβεια καὶ δάκρυα τὶς ἅγιες εἰκόνες. Συμμετεῖχε στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, προσευχόμενος μὲ κατάνυξη καὶ θέρμη, ὥστε ἔτσι προκαλοῦσε στοὺς πιστοὺς συμπάθεια πρὸς αὐτόν. Τοὺς παρακαλοῦσε νὰ προσεύχονται γι’ αὐτὸν γιὰ νὰ φέρει εἰς πέρας τὸν ἀγῶνα του.
Ἔδινε ἐλεημοσύνες στοὺς φτωχοὺς καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ προσεύχονται γι’ αὐτόν. Ὅταν διαπίστωνε κάποιους νὰ τὸν θαυμάζουν καὶ νὰ ἐπαινοῦν, τοὺς ἐπέπληττε καὶ τοὺς ἔβριζε. Βγαίνοντας ἀπὸ τοὺς ναοὺς πήγαινε στὴν ἀγορά, ὅπου προκαλοῦσε τοὺς τούρκους καὶ τοὺς ἐρέθιζε γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν γιὰ ἀσέβεια πρὸς τὸ Ἰσλάμ.
Στὴν περίοδο τοῦ Ραμαζανιοῦ, κάποια μέρα, κάθισε ἔξω ἀπὸ τούρκικο σπίτι καὶ ἔπινε νερὸ καὶ κάπνιζε, κάτι ποὺ ἀπαγορεύεται καὶ τιμωρεῖται αὐστηρὰ ἀπὸ τὸν ἰσλαμικὸ νόμο. Βλέποντάς τον ὁ τοῦρκος σπιτονοικοκύρης κατέβηκε καὶ τὸν ξυλοκόπησε.
Μετὰ πῆγε μπροστὰ στὸ τουρκικὸ δικαστήριο, κάθισε στὰ σκαλιὰ καὶ ἔτρωγε ἐπιδεικτικὰ καὶ ἔπινε κρασί. Ὅμως κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε σημασία, διότι τὸν θεωροῦσαν παράφρονα.
Πήγαινε συχνὰ στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Μακαρίου Νοταρά, ὁ ὁποῖος εἶχε ὁδηγήσει πολλοὺς Νεομάρτυρες στὴν ὁμολογία καὶ τὸ μαρτύριο, μὲ δάκρυα καὶ λυγμοὺς τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο ποὺ ποθοῦσε.
Ἄλλοτε πήγαινε σὲ ἕνα ἐξωκκλήσι, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχὴ ἀπὸ κάποιον εὐλαβῆ πνευματικό. Ἐκεῖ ἔπεφτε σὲ ἔκσταση καὶ βίωνε σπάνιες πνευματικὲς ἐμπειρίες, τὶς ὁποῖες δὲν ἀποκάλυπτε σὲ κανέναν, προσποιούμενος τὸν σαλὸ (τρελό).
Κάποια στιγμὴ κατάλαβε τὴν παγίδα τοῦ διαβόλου καὶ γι’ αὐτὸ μετανόησε πικρά. Θεώρησε τὸν ἐξισλαμισμό του μέγα λάθος καὶ προδοσία τοῦ Χριστοῦ. Τότε πῆρε καὶ τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ ὁδηγηθεῖ τὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ ξεπλύνει τὸ μεγάλο ἁμάρτημά του.
Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες προετοιμασίας καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς, αἰσθάνθηκε ὅτι ἦταν ὥριμος γιὰ μιὰ τέτοια ἀπόφαση. Ξύρισε τὰ γένια του, τὰ ὁποῖα ἦταν δεῖγμα τῆς μουσουλμανικῆς πίστης καὶ πῆγε στὸ τελωνεῖο. Βλέποντάς τον οἱ τοῦρκοι ἀπόρησαν καὶ τοῦ ζήτησαν ἐξηγήσεις γιὰ τὴ νέα του ἐμφάνιση. Ἐκεῖνος, μὲ θάρρος καὶ παρρησία, τοὺς ἀπάντησε πὼς ξαναέγινε χριστιανὸς καὶ γι’ αὐτὸ ἔκοψε τὰ περιττά, δηλαδὴ τὰ γένια, ποὺ τὸν ὅριζαν ὡς μουσουλμᾶνο.
Ἐκεῖνοι προσπάθησαν νὰ τὸν συνεφέρουν καὶ νὰ τὸν συνετίσουν μὲ τὸ καλὸ καὶ τὶς κολακεῖες. Βλέποντας ὅμως ὅτι ἦταν ἀμετάπειστος, προχώρησαν σὲ βιαιότητες. Τὸν βασάνιζαν ἀλύπητα ὅλη τὴ νύχτα. Ὁ Μάρτυρας ὑπέμεινε μὲ καρτερία τοὺς βασανισμοὺς ἀγόγγυστα, δοξάζοντας τὸ Θεὸ γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο γιὰ τὴ δόξα τὴ δική Του.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸν ὁδήγησαν στὸν διοικητὴ τοῦ νησιοῦ, ἐνώπιον πολλῶν ἀγάδων καὶ ἀξιωματούχων, τοῦ ζητήθηκε νὰ ἀλλάξει γνώμη, τάζοντάς του χρήματα καὶ ἀξιώματα. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἐκεῖνοι νόμισαν ὅτι θὰ τὸν μεταπείσουν ὁδηγῶντας τὸν μὲ τὸ ζόρι καὶ μὲ ἄγριους ξυλοδαρμούς, βρισιὲς καὶ ἀπειλὲς στὸ τζαμὶ γιὰ τὴν τακτικὴ προσευχή.
Ὁ Ἀγγελής ἀντιστέκονταν καὶ φώναζε μὲ ὅση δύναμη εἶχε: «Εἶναι προτιμότερο νὰ μὲ σκοτώσετε αὐτὴ τὴν στιγμή, παρὰ νὰ μὲ πᾶτε στὸ τζαμί, διότι δὲν εἶμαι πιὰ μουσουλμᾶνος, ἀλλὰ χριστιανός»!
Οἱ ἐξαγριωμένοι τοῦρκοι τὸν ὁδήγησαν τελικὰ σὲ ἕνα σκοτεινὸ μπουντρούμι καὶ τοῦ ἔβαλαν τὰ πόδια στὸ τουμπρούκι, ὑποβάλλοντάς τον σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ φρικτὰ μαρτύρια.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἐκδόθηκε ἡ ἀπόφαση: θάνατος διὰ ἀποκεφαλισμοῦ. Τὸν ὁδήγησαν στὴ θέση «Βουνάκι» ὅπου τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν 3 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1813.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα ἔμεινε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, φρουρούμενο, τρία ἠμερονύχτια. Οἱ χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς προσπαθοῦσαν νὰ πάρουν τεμάχια ἀπὸ τὰ ἐνδύματά του, ἢ χῶμα ποτισμένο ἀπὸ τὸ αἷμα του, δίνοντας χρήματα στοὺς τούρκους φρουρούς. Κάποιος πλούσιος χριστιανὸς πρότεινε σεβαστὸ χρηματικὸ ποσὸ στοὺς τούρκους, γιὰ νὰ πάρει τὸ ἅγιο λείψανο, ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲν δέχτηκαν. Ἕνας εὐλαβὴς κληρικὸς πλησίασε καὶ ἀσπάστηκε τὴν τίμια κεφαλή, μπροστά τους τούρκους.
Αὐτὸ ὁδήγησε τοὺς τούρκους νὰ πάρουν τὸ λείψανο τὸ Μάρτυρα, ἀκόμα καὶ τὸ ματωμένο χῶμα καὶ νὰ τὸ ρίξουν στὴ θάλασσα, 25 ὀργιὲς βαθειά. Τὴ νύχτα κάποιοι θαρραλέοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ προσπάθησαν νὰ τὸ ἀνασύρουν, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφεραν.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 3 Δεκεμβρίου, τὴν ἡμέρα τοῦ ἡρωικοῦ του μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον (Ἦχος α'. Χορός ἀγγελικός)
Χορὸς ἀγγελικὸς Ἀγγελῇ Νεομάρτυς, καὶ δῆμος Ἀθλητῶν, ἐπεκρότησαν ἄνω, τὴν σὴν ὑπὲρ τῆς πίστεως, καρτερίαν καὶ ἔνστασιν, καὶ τὸ πνεῦμα σου μετ` εὐφροσύνης λαβόντες, ἀνεβίβασαν, εἰς οὐρανοῦ μετὰ δόξης, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον ἀπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου