Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Ἐφικτὴ ἡ ἕνωση μετὰ τῶν Παπικῶν; Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου

Ἐφικτὴ ἡ ἕνωση μετὰ τῶν Παπικῶν;

Ἀρχιμ. ΚυρίλλουΚωστοπούλου  Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν Δρος Κανονικοῦ Δικαίου

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ὁ ἄμεσος συνεργάτης αὐτοῦ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας κατὰ καιροὺς ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐπερχομένη ἑνότητα Ὀρθοδοξίας καὶ Παπισμοῦ μὲ στόχο τὴν ἐπίτευξη ὁλοκληρωμένης Μυστηριακῆς κοινωνίας.
Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι Μία, γιὰ τὸν λόγο ὅτι εἶναι τὸ Μυστικὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου: «Ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ), ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία...» (Κολ. 1, 25). Ἐφόσον, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρα εἶναι Μία - «μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α´ Κορ. 1, 13) - ἡ αἵρεση δὲν διασπᾶ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀποσπᾶ μέλη ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἐκτρέπεται ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα καὶ τοιουτοτρόπως χάνει τὴν καθολικότητα.
Ὁ Παπισμὸς ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 879 καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς πρῶτες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, γιὰ τὸν λόγο ὅτι οἱ κακοδοξίες του συμπίπτουν μὲ ἐκεῖνες τῶν πρώτων αἰώνων.
Ἀναφέρω τὶς σπουδαιότερες ἀπὸ αὐτές: α) τὸ πρωτεῖο, β) τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα, γ) τὸ Filioque, (ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ), δ) ἡ  ἄσπιλος σύλληψη τῆς Θεοτόκου, ε) οἱ κτιστὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, στ) τὸ καθαρτήριο πῦρ, ζ) ἡ περισσεύουσα ἀξιομισθία τῶν Ἁγίων, η) τὸ βάπτισμα διὰ ραντισμοῦ, θ) τὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος (ἀπὸ τὸ 1563 μὲ τὴν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο τὸ μυστήριο αὐτὸ τελεῖται στὸ ἕβδομο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ βαπτισθέντος), ι) ὁ ἄζυμος ἄρτος στὴν Θεία Κοινωνία (ἀπὸ τὸ 1200 περίπου ἔπαυσαν νὰ κοινωνοῦν τοὺς πιστούς τους καὶ μὲ τὸ Αἷμα, ἀλλὰ προσφέρουν μόνον τὸν Ἄρτο), ια) τὸ μυστήριο τοῦ εὐχελαίου (τὸ τελοῦν μόνον πρὸ τοῦ θανάτου), ιβ) ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ κλήρου, ιγ) ἡ ἐπιτέλεση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ μὲ ὅλα τὰ δάκτυλα τῆς χειρὸς καὶ ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ιδ) ἡ τέλεση πολλῶν Λειτουργιῶν ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἱερέως τὴν αὐτὴν ἡμέρα, ιε) ἡ τροποποίηση τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας κατὰ παράβασιν τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ πολλὲς ἄλλες.
Οἱ ἀνωτέρω αἱρέσεις συνιστοῦν τὴν ἀναβίωση τῶν παλαιῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τῶν αἱρεσιαρχῶν Ἀρείου, Μακεδονίου, Νεστορίου κ.ἄλ. Τοιουτοτρόπως τὸ consensus Patrum καταδικάζει τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση, καταγγέλοντας τὶς αἱρετικὲς δοξασίες του, ὅσο κι ἂν ἐπιμένουν οἱ προαναφερθέντες ἐκκλησιαστικοὶ ταγοί, ὅτι ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση καὶ ὅτι εἶναι ἁπλῶς σχίσμα. Ὁ Μ. Βασίλειος στὴν Α´ κανονική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου γράφει ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό: «Αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀπεῤῥηγμένους καὶ κατ᾽ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δὲ τοὺς δι᾽ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας...» (PG 32, 665).
Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξη ἕνωση καὶ κοινωνία τῆς ἀληθείας μετὰ τοῦ ψεύδους, τοῦ σκότους μετὰ τοῦ φωτός;
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προέβαιναν στὴν ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ ἐγχείρημα αὐτὸ διεφύλασσαν τὴν ὑγεία τοῦ ὅλου Σώματός της.
Πῶς Σεῖς, Ἅγιοι Πατέρες, πιστεύετε καὶ κηρύσσετε ὅτι ὑπάρχει δυνατότητα ἑνώσεως μετὰ τοῦ Παπισμοῦ; Ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι πλέον Ἐκκλησία, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἀπεκόπη ἀπὸ τὴν μια, αγια, καθολικη καὶ αποστολικη εκκλησια ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὡς ἐκ τούτου στερεῖται τῆς ἁγιαστικῆς χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν λύτρωση καὶ τὴν σωτηρία.
Μήπως πρέπει νὰ κατανοήση καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὅτι εἶναι μεγίστη πλάνη νὰ ἀποδέχεται τοὺς Παπικοὺς ὡς ἐκκλησία, ἀποδεχόμενος τὴν θεωρία τῶν κλάδων;
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες ὁ Παπισμὸς κινεῖται στὸν χῶρο τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀπάτης. Ἐμμένει ἀμετανόητα στὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πλάνες, χρησιμοποιώντας τελευταίως τὸν θεολογικὸ διάλογο γιὰ τὴν πλήρη ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας σ᾽αὐτόν. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ πρέπει νὰ τοῦ πῆ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσῳ τῶν ἐκπροσώπων της εἶναι τὸ τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει, ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. 3, 10-11).
Μερικοὶ ἴσως διερωτηθοῦν: Καὶ ἡ ἀγάπη; Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη; Ἡ ἀγάπη εἶναι ὀντολογική, ὅταν συναντᾶται μὲ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν προσφέρης τὴν ἀγάπη στὸ ψεῦδος καὶ τὴν αἵρεση, παραβλέποντας τὴν ἀλήθεια, τότε τὸ μόνο ποὺ κατορθώνεις εἶναι νὰ βοηθᾶς τὸν αἱρετικὸ νὰ παραμείνη στὶς αἱρετικὲς θέσεις του καὶ ἄρα δὲν τὸν ἀγαπᾶς.
Ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση διατείνεται ὅτι εἶναι μία προσπάθεια ὑπερβάσεως τῆς χριστιανικῆς διαιρέσεως, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν intercommunio. Πρέπει, ὅμως, νὰ κατανοήσουν οἱ πάντες ὅτι προηγεῖται ἡ κοινωνία πίστεως καὶ ἕπεται ἡ κοινωνία ἐν τῷ Ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐμμένουμε στὴν ἀπάντηση, τὴν ὁποία ἔδωσε ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1895 πρὸς τὸν Πάπα Λέοντα ΙΓ´: «Ἡ φυσικωτέρα ὁδὸς πρὸς τὴν ἕνωσιν ἐστιν ἡ ἐπάνοδος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ ἀρχαῖον δογματικὸν καὶ διοικητικὸν καθεστώς».
Ὁ καταδικασμένος Παπισμὸς ἀπὸ τὶς δύο προαναφερθεῖσες Συνόδους (879 καὶ 1341) [σημειωτέον ὅτι καὶ οἱ δύο πρέπει νὰ ὀνομασθοῦν Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι], ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῶν πρώτων αἰώνων, βάσει τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν του, εἶναι αἵρεση καὶ μάλιστα «παναίρεση», ὅπως ἔχει λεχθῆ. Ὡς ἐκ τούτου οἱ ἀτέρμονες συζητήσεις καὶ οἱ ἄκαρποι διάλογοι εἶναι περιττοί. Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει σὲ μιά του ἐπιστολή: «Ἐὰν μὲν οὖν πεισθῶσί σοι, ταῦτα ἄριστα. Εἰ δὲ μή, γνωρίσατε τοὺς πολεμοποιοὺς καὶ παύσασθε ἡμῖν τοῦ λοιποῦ περὶ διαλλαγῶν ἐπιστέλλοντες» (PG 32, 557).
Πρέπει, λοιπόν, νὰ συνειδητοποιήση καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ὅλοι ὅσοι συμπορεύονται μετ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μια, αγια, καθολικη καὶ αποστολικη εκκλησια καὶ ὁ Παπισμὸς εἶναι αἱρετικὸ κομμάτι ποὺ ἀπεσπάσθη ἀπ᾽ αὐτήν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ εἶναι καιρὸς νὰ ἀκούσωμε τὰ λόγια τοῦ G. Florofsky: «Ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τὴν παγκόσμια ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου