Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Πατρικαί Νουθεσίαι Γέροντος Εφραίμ, προηγουμένου Ι.Μ. Φιλοθέου - Κεφ.Δ'« Περί Μοναχισμού, Παρθενίας και Αγνότητος» Επιστολές 8η -10η

Περί Μοναχισμού, Παρθενίας και Αγνότητος

8) Επιστολή

Προς ετέραν πνευματικήν κόρην.

Καλό μου παιδάκι…., σε χαιρετώ πατρικά από το περιβόλι της Παναγίας μας, το Άγιον Όρος. Σου στέλνω δε και μία ανθοδέσμη με όμορφες ευχούλες για στήριγμά σου στον δρόμο της παρθενίας.
Κάθε άνθρωπος τελείως μόνος θα αντιμετωπίση την φοβεράν ώραν του θανάτου και τα έργα της ταπεινώσεως είναι η πραγματική βοήθειά του.
Τι ταπεινότερον του ράσου της απόκοσμης μοναχής; Η μοναχή κάθεται μακρυά από τις χαρές του κόσμου και κλαίει τις αμαρτίες της, για να βρή την πραγματική χαρά της ψυχής, που γίνεται από την ειρηνική συνείδησι.

Είναι πολύ όμορφη και γλυκειά η μοναχική ζωή.
Δυστυχώς όμως οι αδυναμίες και τα πάθη μας ενίοτε την παρουσιάζουν δύσκολη. Όσο κανείς έρχεται στην επίγνωσι του Θεού με αίσθησι, τόσο και πιο όμορφα αισθάνεται την μοναχική ζωή, γιατί αισθάνεται και γεύεται την ουράνια χάρι και τη γλυκειά αγάπη Εκείνου.
Ο κόσμος αγνοεί Εκείνον, που δίνει τα θεία και ουράνια αυτά δώρα, γι’ αυτό είναι δυστυχής και λεπρωμένος από την αμαρτία. Οι άγγελοι όμως που Τον βλέπουν, πόσον Τον αγαπούν και Τον λατρεύουν! Μα και η μοναχή που Τον νοιώθει και αυτή δεν μένει αμέτοχη μιας τέτοιας θείας θεωρίας και αγάπης. Ο κόσμος όμως Αυτόν «ουκ έγνω» και γι’ αυτό είναι

γεμάτος θλίψι και στενοχώρια στην καρδιά του. Η μοναχή όσο πλησιάζει, ζη και θεωρεί, κατά το εφικτόν, τον Νυμφίο της ψυχής της, τόσο και το εσωτερικό της ομορφαίνει. Το βλέπει αυτό με τα μάτια της ψυχής της, το ζη με πνευματική αίσθησι και πόσο ωραία αισθάνεται τότε! Ταλανίζει τις χαρές και τις απολαύσεις του ματαίου και πλάνου κόσμου και λυπάται τους ταλαίπωρους ανθρώπους, που στηρίζονται και εξαρτώνται απ’ αυτές, ενώ στο τέλος θα πικρανθούν ανεπανόρθωτα.
Εσένα όμως, καλό μου παιδί, εύχομαι ο Θεός του ουρανού και της γης να σε ευλογήση με την ευλογία της Θεϊκής Του καρδιάς, που και εγώ δεν ξέρω στο τέλος, τι θα σου χαρίση.


9)Επιστολή

Προς πνευματικήν κόρην.
Τέκνον, έλαβα την εξομολογητικήν επιστολήν σου. Ευχαριστώ τον καλόν μας Θεόν, όπου αι ακτίνες του θείου φωτισμού έτι και έτι διαφωτίζουν και διαμορφώνουν ψυχάς προς κληρονομίαν της πατερικής αυθεντίας, ως προς το ουσιαστικόν θέμα της ψυχής, της επικοινωνίας, εννοώ της ψυχής με τον Θεόν δια μέσου της προσευχής της καλουμένης νοεράς. Νους άπειρος ο Θεός, νους πεπερασμένος ο άνθρωπος. Όταν ο μικρός νους του ανθρώπου ενωθή δια της νοεράς προσευχής με τον άπειρον Νουν, τον Θεόν, κατά φυσικόν λόγον μετέχει των θείων και μακαρίων ενεργειών Αυτού και γίνεται μακάριος αισθανόμενος την ανεκλάλητον χαράν, την γλυκύτητα, την αγαλλίασιν και τα γλυκύτατα δάκρυα, που θάλπουν και πληρώνουν θείας παρηγορίας την ψυχήν. Η προσευχή είναι το κραταιόν όπλον του χριστιανού, ιδίως του μοναχού, του τιτλοφορούντος ως μαχητού της θείας παρεμβολής, που ενόρκως ανύψωσε την ένδοξον σημαίαν του δια βίου ανίσου πολέμου μεταξύ κόσμου, σαρκός και διαβόλου. Ήρωες αφανείς εκλήθημεν, μόνον φανεροί εις τον ακοίμητον οφθαλμόν που καλείται Θεός.
« Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι» ( Ματθ.16,24 ), καθ’ ημέραν. Όστις με αγαπά, ας με ακολουθήση, διότι τα πάντα είναι σκύβαλα, ονείρων απατηλότερα. Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα, επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισε. Το άδηλον, τέκνον, του θανάτου, το φοβερόν κριτήριον του Θεού, η κόλασις των αμαρτωλών, η αιώνιος τρυφή του παραδείσου, δια της μελέτης εν ησυχία, ας εύρουν τόπον εις την καρδίαν σου, διότι εξ αυτών κρίνεται η σωτηρία σου. Εάν απομακρυνθή κανείς εκ του κόσμου, τότε θα γνωρίση την δυσωδίαν αυτού, ενώ πλανώμενος εν αυτώ περιβάλλεται τα ράκη των κοσμικών ηδονών και ευχαριστήσεων ως ένδυμα δόξης. Η Θεολογία, η όντως Θεολογία δεν κατακτάται εν Πανεπιστημίοις, αλλά μόνον εν τη καταφρονήσει του κόσμου μακράν των θορύβων και της κοσμικής παραζάλης, εις τόπον ήσυχον και γαλήνιον, με τάξιν προσευχής και ασκητισμού, όπου ο άνθρωπος καθαρθείς την διάνοιαν και απαλλαγείς των της σαρκός σκιρτημάτων έξει το φως της αληθινής Θεολογίας, του γνώναι εαυτόν. « Ει Θεολόγος ει, προσεύξει καλώς, ει προσεύξει καλώς, Θεολόγος ει» ( Άγιος Νείλος ο Ασκητής ). Εν τη ησυχία ειρηνεύει ο νους, γυμνωθείς ο νους των γηίνων λογισμών φυσικώς επαναστρέφει προς εαυτόν και δι’ εαυτού προς τον Θεόν, δια της μονολογίστου ευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Ουδέν γλυκύτερον παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μάλλον, ή οικείν εν σκηνώμασιν αμαρτωλού κόσμου με τα δελεάσματα της σαρκολατρείας, εξ ου πορίζεται ο άδης την πληθύν της λείας του.
Τέκνον, η αγάπη του κόσμου έχθρα προς τον Θεόν. Εάν αγαπάς τον Θεόν και θέλης Αυτώ δουλεύειν ολοκληρωτικώς και αποτελεσματικώς, άφες τας βαθμίδας των αψύχων κτιρίων της μεγαλουπόλεως και δεύρο εις τα σκηνώματα του Κυρίου τα αγαπητά και επιπόθητα, ένθα θα σπουδάσης την επιστήμην των επιστημών, την τέχνην, πώς να νικήσης τον διάβολον, τον κόσμον και τον εαυτόν σου. Αύτη εστί επιστήμη του ανδραγαθείν υπέρ αιωνίων βραβείων και θέσεων!


10)Επιστολή

Προς πνευματικήν κόρην.

Ω, βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού, ανέκραζε ο Απόστολος Παύλος, όταν εξίστατο από τας θεωρίας του θείου φωτός και από την καιομένην καρδίαν του υπό του θείου έρωτος!
Τι γλυκύτερον του Θεού! Ουχί ματαιότης πάντα τα ανθρώπινα; Ο τάφος δεν σκεπάζει τα πάντα; Που η νεότης, που το κάλλος, που η δόξα και ο πλούτος; Ουχί τα πάντα σκόνη και τέφρα; Ποίος βασιλεύς και ποίος στρατιώτης, ποίος πλούσιος και ποίος πτωχός; Ουχί οστά ορώμεν; Που τα παλάτια των βασιλέων, των πλουσίων η πολυτέλεια, των τρυφηλών αι πλούσιαι τράπεζαι και τα συμπόσια; Που των ανηθίκων αι ηδονικαί απολαύσεις; Ουχί σκώληκες και δυσωδία ανυπόφορος τους καλύπτει; Αληθώς ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης! Ταύτα φιλοσοφούντες, ας βιασθώμεν, να αγαπήσωμεν με πολύν πόθον την αγνήν και αγίαν οδόν της ενδόξου παρθενίας, ίνα, όταν το σώμα μας αφήσωμεν εις την γην και η ψυχή μας ανεβαίνη εις τον ουρανόν, η ομορφιά και το κάλλος της παρθενίας την στολίζουν δια να αγαπηθή από τον Νυμφίον των αγνών ψυχών, τον Χριστόν μας.
Αγωνίζου, παιδί μου, τον αγώνα τον καλόν, ενθυμού διηνεκώς το άγιον όνομα του Ιησού μας, σκύβε κάτω το κεφάλι εις τον δρόμον που περπατάς και ψιθυριστά ή με τον νουν, λέγε το « Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Μνημόνευε το άδηλον του θανάτου, αναστέναζε και λέγε: Αχ, πως θα με εύρη ο θάνατος; Αχ, θα είμαι έτοιμη; Θα έχω δουλεύσει τω Χριστώ δια τας αμαρτίας μου; Και πάντοτε ενθυμού βίους οσίων, δια να ανάπτη περισσότερον ο πόθος του μοναχισμού μέσα σου.



Από το βιβλίο ΠΑΤΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ του Γέροντος Εφραίμ 
Ψηφιοποίηση κειμένου Κώστας  Αργυρακόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου