Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Τὸ μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ φαινόμενον τῶν αἱρέσεων. Πρωτ. Βασίλειος Γεωργόπουλος

Πρωτ. Βασιλείου Ἀ. Γεωργοπούλου, Λέκτορος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ 

Ἡ παρουσία τῶν αἱρέσων ἀποτελεῖ ἕνα φαινόμενο, τό ὁποῖο εἶναι παρόν ἀπό τόν πρῶτο ἱστορικό βηματισμό τῆς Ἐκκλησίας στήν πορεία της γιά τόν Εὐαγγελισμό τοῦ κόσμου. Εἶναι ἕνα φαινόμενο, πού ἤδη ἀπό τά ἀποστολικά χρόνια θεωρεῖται ὡς μία ἔκφραση τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας (Β΄ Θεσ. 2, 7). Στήν Καινή Διαθήκη καί στά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας περιγράφονται βασικές παράμετροί του, ἀλλά καί οἱ σοβαρές σωτηριολογικές συνέπειες αὐτοῦ τοῦ φαινομένου (Α΄ Τιμ.1, 19. Β΄ Πέτρ. 2,
1). Ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά τά χαρακτηριστικά τοῦ φαινομένου, τά ὁποῖα διαχρονικά ἐμφανίζονται στίς ποικιλώνυμες αἱρέσεις, θά προσπαθήσουμε νά ἐπισημάνουμε στή συνέχεια.
α) Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ ἀποτελεῖ μυστήριο, τό ὁποῖο ὑπέρκειται τοῦ χρόνου. Ἡ κάθε αἵρεση ἀντιθέτως ἀποτελεῖ χωροχρονικό μόρφωμα, ἐπιλογή καί δημιούργημα μέ μιά ἀμφίδρομη ἱστορική ἀσυνέχεια.
β) Γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη ἔννοια ἤ μιά διανοητική σύλληψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο. Εἶναι τό πάνσεπτο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου (Ἰωάν. 14, 6). Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό σῶμα Του, εὐαγγελίζεται τόν Χριστό, μεταδίδει τόν Χριστό, ζεῖ τόν Χριστό, παραδίδει τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό Του, ὄχι ὡς ἰδεολογία, ἀλλά ὡς ἐμπειρικό γεγονός, ὅπως τό ἔζησαν (Α΄ Ἰωάν. 1, 1- 4) καί «καθώς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾽ ἀρχῆς αὐτόπται καί ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου» (Λουκ. 1, 2). Ἀντιθέτως ἡ αἵρεση ἐπιλέγοντας, ἀπορρίπτοντας, προσθέτοντας ἤ ἀφαιρώντας ἀπό τήν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ θείας Ἀποκαλύψεως παραμορφώνει τήν ἀλήθεια, παραμορφώνει δηλαδή τό Χριστό. Πολύ χαρακτηριστικά ἐπισημαίνει σχετικά ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί, καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου, 3).
γ) Περιγράφοντας ὁ Ἅγ. Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου τίς σωτηριολογικές συνέπειες τῆς εἰσόδου ἑνός χριστιανοῦ σέ μιά αἱρετική ὁμάδα, μέσα ἀπό τή λατρευτική πράξη καί τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐπισημαίνει μεταξύ τῶν ἄλλων, κατά τρόπο ἐξόχως ρεαλιστικό τά ἑξῆς: «Ὡς γάρ βαπτισθείς εἰς Χριστόν Χριστόν ἐνεδύσω, οὕτως ἀποδημήσας ἀπό τῆς Ἐκκλησίας Χριστόν ἐξεδύσω» (Κατά Ἀποτακτικῶν ἤ Γεμελλιτῶν, 7). Ἡ ἔξοδος ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ οὐσιαστικά ἀπέκδυση τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει κάτι πιό ὀδυνηρό γιά κάποιον Χριστιανό; Νομίζουμε ὄχι.
δ) Πολλές φορές μέσα στήν ἱστορία διαπιστώνουμε διαιρέσεις ἐπί δι- αιρέσεων μεταξύ τῶν διαφόρων αἱρετικῶν κινήσεων. Τό γενονός αὐτό ἀποκαλύπτει μιά ἀκόμα πνευματική νοσογόνο ἑστία τοῦ χώρου. Αὐτήν τήν περιγράφει πολύ παραστατικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅταν ἐπισημαίνει ὅτι τό δέντρο τῆς αἱρέσεως «τό ἐφύτευσεν μέν λογισμῶν ἄκαιρος περιέργεια, ἐπότισε δέ ἀπονοίας τῦφος, ηὔξησε δέ φιλοδοξίας ἔρως» (PG 48, 719).
ε) Δέν ὑπάρχουν μικρές ἤ μεγάλες αἱρέσεις, μικρή ἤ μεγάλη ἀπόκλιση ἀπό τήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία. Ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι ποτέ θέμα ποσότητας. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας, τό ἐκκλησιαστικό ἦθος καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα καί μοναδικό μέγεθος, πού δέν τεμαχίζεται. Ἐπισημαίνει χαρακτηριστικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Καθάπερ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρόν τόν χαρακτῆρα περικόψας, ὅλον τό νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο, οὕτω καί ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καί τό βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντί λυμαίνεται ἐπί τά χείρονα προϊών ἀπό τῆς ἀρχῆς» (PG 61, 622).
 στ) Ἡ κάθε αἵρεση ἀποτελεῖ ὡς πρός τήν ἀφετηρία ἐκίνησής της ἐπανάληψη τῆς ἰδίας ἐκείνης ἀρχέγονης πειρασμικῆς προσβολῆς. Ἀποτελεῖ μία ἄλλη πίστη, μία ἄλλη στάση ζωῆς, τήν ὁποίαν ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Εἰρηναῖος Λυῶνος «οὔτε προφῆται ἐκήρυξαν, οὔτε ὁ Κύριος ἐδίδαξεν, οὔτε Ἀπόστολοι παρέδωσαν» (Ἔλεγχος ψευδωνύμου γνώ- σεως 8, 1). Πρόκειται γιά τρόπο ζωῆς, πού βρίσκεται ἐκτός τῶν ἐκκλησιαστικῶν συντεταγμένων. Εἶναι δρόμος, πού ὁ κάθε αἱρετικός τόν διανύει κατά τρόπο ἀδιάκριτο καί ἀπληροφόρητο, γιατί πείστηκε μέ τήν ὑπόσχεση πάλι μιᾶς ἄπονης καί ψευδεπίγραφης σωτηρίας.
ζ) Τελειώνοντας τίς λίγες αὐτές ἐπισημάνσεις μας θά θέλαμε νά σταθοῦμε σέ μία ἀκόμα. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει ὡς σῶμα Χριστοῦ ὁ μοναδικός χῶρος θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί ἐργαστήριο ἁγιότητας. Στά πρόσωπα τῶν ἁγίων της ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ πρότασή της γιά τήν πρόσληψη καί μεταμόρφωση τοῦ κόσμου, εἶναι ὄχι οὐτοπική, ἀλλά ἐμπειρική πρόταση ζωῆς, ὁ μόνος ἀσφαλής τρόπος, γιά νά καταστεῖ κάθε ἄνθρωπος καινή ἐν Χριστῷ κτίση (Β΄ Κορ.5, 17).
Ἀντιθέτως, ἡ κάθε αἵρεση, ὡς σύστημα πλάνης, στερεῖται ἀκριβῶς τόν τρόπο θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, πού φανέρωσε ὁ Χριστός καί τόν βλέπουμε στήν ἁγιοπνευματική ἄθληση καί στό χριστομίμητο ἦθος τῶν ἁγίων μας. Ἡ κάθε αἵρεση, ἐπειδή ἀγνοεῖ αὐτή τήν μεταμορφωτική διαδικασία καί τίς θεμελιώδεις καί ἀπαράβατες προϋποθέσεις της γιά τόν κατά Χριστόν δοξασμό τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀντικαθιστᾶ μέ τά δικά της ἰδεολογήματα, μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς αὐτάρεσκης στιγμιαίας σωτηρίας, πού ἐκφράζεται ὡς μιά ἀτομική εὐσεβιστική πρακτική.

 Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2010 14 Φεβρουαρίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου