Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου. Λόγοι Β΄ Κεφάλαιο 4ον. «Μοναχός και μαρτύριο»

Λόγοι Β΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Τό μαρτύριο για τον πιστό είναι πανηγύρι
«Μοναχός και μαρτύριο»

- Γέροντα, όταν δέν κάνη κανείς τήν πνευματική εργασία πού πρέπει, θά έχη τήν πίστη, αν έρθη μιά δύσκολη ώρα, ότι ό Θεός θά τον βοηθήση, γιά νά Τον έπικαλεσθή; Μήπως επαναπαυόμαστε στον λογισμό ότι τότε θά βοηθήση ό Θεός, γιά νά αποφύγουμε τον κόπο της προετοιμασίας;
- Νά ετοιμασθούμε. Αν δέν σπείρη κανείς, πώς νά δώση ό Θεός νά γίνουν καλά τά σιτάρια του; Πρέπει νά σπείρη ό άνθρωπος, καί ανάλογα μέ το τί θά σπείρη, ό Θεός θά δώση. Καί στον στρατό λένε «έσο έτοιμος».
- Γέροντα, πώς θά ετοιμασθούμε;
- Πότε είναι έτοιμος κανείς; Όταν είναι επιφυλακή ό στρατός, οί στρατιώτες είναι συνέχεια έτοιμοι, μέ τά άρβυλα, μέ τά όπλα τους, μέ τίς σφαίρες, περιμένουν διαταγή.

- Πόσο μπορεί νά κράτηση αυτή ή επιφυλακή;
- Ανάλογα. Ό μοναχός πρέπει νά είναι πάντοτε έτοιμος, καί τότε δέν φοβάται τίποτε. Τί νά φοβηθή; Τον θάνατο; Αυτός θά του άνοιξη τήν πόρτα του Παραδείσου, γιατί κάτω άπό τήν πλάκα του τάφου είναι κρυμμένο το κλειδί της αιωνιότητος.
Άλλωστε ό μοναχός, όποτε καί αν πεθάνη, εν μετάνοια βρίσκεται. Ή φυγή του άπό τον κόσμο καί το σχήμα του αυτό δηλώνουν. Μετανοεί καί προχωρεί νά κάνη λεπτή πνευματική εργασία.
Όσο αυξάνει ή αγάπη γιά τον Θεό καί τόν πλησίον, τόσο ελαττώνεται ή αγάπη γιά τόν εαυτό του, καί δέν τόν υπολογίζει. Καί τότε ισχύει εκείνο πού γράφει ό Απόστολος Παύλος: «Τίποτε δέν μπορεί νά μέ
χωρίση άπό τήν αγάπη του Χρίστου».[1]
Τους κοσμικούς ή σκέψη τοϋ μαρτυρίου τους αναγκάζει νά καταφεύγουν στον Θεό καί νά λένε άπό φόβο «Χριστέ μου, Παναγία μου», ένώ ό μοναχός θέλει νά είναι συνέχεια κοντά στον Θεό, γιατί Τόν αγαπάει.
Πολλοί άπό τους κοσμικούς κάνουν το καλό, γιατί φοβούνται νά μήν πάνε στην κόλαση. Ό μοναχός όμως κάνει το καλό άπό ευγνωμοσύνη, γιά νά ευχαρίστηση τόν Ευεργέτη του Θεό.
- Γέροντα, πώς θά νιώσω το μαρτύριο καί τήν άσκηση;
- Γιά νά νιώσης καί εσύ λίγο τί θά πή μαρτύριο, νά δέχεσαι έστω μέ χαρά τήν περιφρόνηση. Καί αν θέλης νά νιώσης καί λίγο τήν άσκηση, μιά πού δέν μπορείς νά νηστέψης σαράντα ημέρες, όπως ό Χριστός, νήστεψε και εσύ έστω μία Τετάρτη πού Τον πρόδωσαν και μία Παρασκευή[2] πού Τόν σταύρωσαν.
Εκείνοι πού θέλουν να μαρτυρήσουν για τήν αγάπη του Χριστού, άλλα δέν υπάρχει μαρτύριο, μπορούν τήν αγάπη τους αυτή, άπό τήν οποία καίγονται, νά τήν εκδηλώσουν μέ άσκηση σωματική γιά τις ψυχές των κεκοιμημένων πού καίγονται, γιά νά βρουν λίγη ανάπαυση.
Όπως τό μαρτύριο είναι πανηγύρι, έτσι καί ή άσκηση είναι πανηγύρι, γιατί αποφεύγει κανείς όλη τήν ανθρώπινη παρηγοριά καί βρίσκει τήν θεία.
Οι άγιοι Μάρτυρες ένιωθαν μεγάλη χαρά πού τους δινόταν ή ευκαιρία νά μαρτυρήσουν. Άπό τό μαρτύριο ξεκίνησε ό ασκητισμός στην πνευματική ζωή. Όταν ανέλαβε τήν εξουσία ό Μέγας Κωνσταντίνος, έβγαλε τους Χριστιανούς άπό τις φυλακές - γιατί τους είχαν έκεϊ, γιά νά τους τελειώσουν - άλλους σακατεμένους κ.λπ., καί σταμάτησαν τά μαρτύρια.
Άλλα εκείνοι πού περίμεναν στις φυλακές μέ χαρά τήν σειρά τους, γιά νά μαρτυρήσουν, όταν ελευθερώθηκαν, πολύ στενοχωρήθηκαν πού τους χάλασε ό Μέγας Κωνσταντίνος τήν δουλειά. Έκεΐ πού περίμεναν τό μαρτύριο μέ χαρά, βρέθηκαν ελεύθεροι.
Όποτε, άπό τήν αγάπη τους προς τόν Θεό καί τήν φλόγα πού είχαν νά μαρτυρήσουν, πήραν τά βουνά. Γι' αυτό τά μαρτύρια πού θά τους έκανε ό Διοκλητιανός, ό Μαξιμιανός, τά έκαναν μόνοι τους στον εαυτό τους μέ τήν άσκηση.
Άλλος πήγαινε καί κρεμιόταν μέ σχοινιά άπό τά χέρια σέ κανένα δένδρο· προσευχόταν μέ πόνο, αλλά άγαλλόταν θεϊκά. Άλλος δενόταν γιά τήν αγάπη τού Χριστού. «Έτσι θά μέ έδενε, έλεγε, ό Διοκλητιανός»!
Καί ένιωθαν μεγάλη χαρά πού βασάνιζαν τόν εαυτό τους. Ξεκίνησαν οι πρώτοι μέ αυτήν τήν θεία τρέλλα, τήν θεία παλαβομάρα, καί δόθηκαν στην άσκηση γιά τήν αγάπη τού Χριστού καί μετά τους μιμήθηκαν στην άσκηση και άλλοι.
Έτσι μπήκε ό ασκητισμός στην θρησκεία μας. Άλλοι πάλι πιό... παλαβοί είπαν «είμαστε πρόβατα του Χρίστου!» και έτρωγαν μόνο χορτάρι άπό τήν γή. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι «βοσκοί». Ζούσαν τόσο έντονα τις ευεργεσίες του Θεού και τήν δική τους μηδαμινότητα, που έλεγαν: «Είμαι ζώο αχάριστο, σε όλη μου τήν ζωή θά τρώω χόρτα», και έτσι έκαναν.
Έτρωγαν χόρτα και χαίρονταν. Φτερούγιζε ή καρδιά τους άπό αγάπη προς τον Χριστό. «Πρόβατο του Χρίστου, έλεγαν, δεν είμαι; Θά τρώω χόρτα»[3]. Αργότερα όμως το απαγόρευσε ή Εκκλησία, γιατί οι κυνηγοί πολλούς τους περνούσαν γιά άγρια ζώα και τους σκότωναν.
Σήμερα αυτά δέν μπορούν νά τά καταλάβουν οι άνθρωποι· τά θεωρούν ανοησίες! «Γιατί νά τρώω χόρτο σάν το ζώο;», λένε ή «γιά ποιο σκοπό νά κρεμιέμαι έτσι και νά ταλαιπωρώ τό σώμα μου;». Είδες όμως τί λέει ό Άββάς Ισαάκ; «Μακάρι νά μας άξιώση ό Θεός νά κάνουμε τέτοιες αταξίες»[4], νά φθάσουμε σ' αυτήν τήν πνευματική αταξία.

1. Βλ. Ρωμ. 8, 35.
2. Νά άπέχη δηλαδή άπό φαγητό καί νερό όλη την ήμερα
3. Πρβ. Σωζόμενος, PG67,1395 κ.έ.· Ευαγριος PG86, 2480B· Μόσχος PG87, 2868Β και Λεόντιος Ρ093, 1688C
4. Βλ. Άββα Ισαάκ του Σύρου, Οι Ασκητικοί Λόγοι, Λόγος ΚΔ', σ. 90-91.

Απόσπασμα από τις σελίδες  239 -242 του βιβλίου:

            ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
                              ΛΟΓΟΙ  Β΄      
                ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
                  ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
       «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
                ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου